- μελάνουρος
- ο (Α μελάνουρος, ανώμ. θηλ. μελανουρίς, -ίδος)το μελανούριαρχ.1. είδος ιοβόλου φιδιού2. φρ. πυθαγόρειο απόφθεγμα) «μὴ γεύεσθαι μελανούρων» — να μη συναναστρέφεσθε με μαύρους, δηλαδή με τους κακοήθεις ανθρώπους (Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + οὐρά (πρβλ. κύν-ουρος). Ο τ. μελανουρίς < μελάνουρος + επίθημα -ίς].
Dictionary of Greek. 2013.